- στροφόμετρο
- Συσκευή για τη μέτρηση της ταχύτητας, και ιδιαίτερα της μέσης γωνιακής ταχύτητας, ενός σώματος που περιστρέφεται. Ο απλούστερος τύπος σ. αποτελείται από ένα μετρητή περιστροφών, που συνδέεται με άμεση επαφή ή με οδοντωτούς τροχούς μ’ ένα άξονα που περιστρέφεται. Η διάταξη αυτή επιτρέπει τον καθορισμό της μέσης περιφερειακής ταχύτητας των τροχών του αυτοκινήτου σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
Τα φυγοκεντρικά ταχύμετρα αποτελούνται από έναν άξονα με αιωρούμενες μάζες που συνδέονται με το όργανο που περιστρέφεται. Η φυγόκεντρη δύναμη, καθώς αυξάνεται η ταχύτητα περιστροφής του άξονα, τείνει ν’ απομακρύνει τις μάζες σ’ ένα επίπεδο κάθετο προς το επίπεδο περιστροφής. Η κίνηση αυτή μεταδίνεται κατάλληλα σ’ ένα δείκτη ο οποίος μετακινείται σε μια βαθμονομημένη κλίμακα. Η φυγόκεντρη χρησιμεύει επίσης και στο σ. με υγρό, στο οποίο η ταχύτητα περιστροφής ενός άξονα καθορίζεται με τη μέτρηση της κοιλότητας της επιφάνειας ενός υγρού.
Ευρύτατη εφαρμογή έχει το μαγνητικό σ. στα αυτοκίνητα γιατί δείχνει τον αριθμό των στροφών στο δευτερόλεπτο ενός δίσκου που περιστρέφεται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο, από τη μέτρηση των ρευμάτων, των γνωστών ως ρευμάτων Φουκώ που προκαλούνται σ’ αυτόν. Υπάρχει επίσης και το ηλεκτρογεννητικό σ. που η ένδειξη του προκύπτει από τη διαφορά δυναμικού του παραγόμενου συνεχούς ρεύματος, η οποία είναι συνάρτηση της ταχύτητας περιστροφής.
* * *το, Ν(μηχανολ.) όργανο που καταδεικνύει συνεχώς τη γωνιακή ταχύτητα περιστροφής μιας μηχανής.
Dictionary of Greek. 2013.